- κομψευρῑπιδικῶς
- κομψ-ευρῑπιδικῶς, in Euripides feiner, gezierter Art
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κομψευριπικώς — κομψευριπικῶς και κομψευριπιδικῶς (Α) επίρρ. με κομψεύματα τού Ευριπίδη, με κομψολογήματα («εἴποιμ ἂν αὐτὸ δῆτα κομψευριπικῶς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψευριπιδικῶς, με απλολογία (< κομψός + Ευριπίδης)] … Dictionary of Greek